λαγινος

λαγινος
    λάγινος
    λάγῐνος
    3
    (ᾰ) заячий
    

(γέννα Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαγινος" в других словарях:

  • λάγινος — λάγινος, ίνη, ον (Α) [λαγώς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό …   Dictionary of Greek

  • λαγίνων — λάγινος of the hare fem gen pl λάγινος of the hare masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγίνοις — λάγινος of the hare masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγινα — λάγινος of the hare neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγίνα — λαγίνᾱ , λάγινος of the hare fem nom/voc/acc dual λαγίνᾱ , λάγινος of the hare fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • λαγίναι — λαγίνᾱͅ , λάγινος of the hare fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγίναν — λαγίνᾱν , λάγινος of the hare fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»